μαγνησίτης

μαγνησίτης
Ορυκτό του μαγνησίου με χημικό τύπο MgCO3. Ανήκει στην ομάδα των ανθρακικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Ο μ. είναι σημαντική πηγή μαγνησίου και έχει πολλές βιομηχανικές χρήσεις και φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο μ. έχει σκληρότητα 3-4 στην κλίμακα MOS και πυκνότητα 3 gr/cm3. Σημαντικά κοιτάσματα μ. υπάρχουν στην Αυστρία, στην Ιταλία, στην Πολωνία και στις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα απαντάται στη Χαλκιδική, στην Αταλάντη, στη Νιγρίτα και στους λευκόλιθους του Μαντουδίου της Εύβοιας. Δείγμα μαγνησίτη. O μαγνητίτης είναι ένα ορυκτό του σιδήρου, με έντονη μαγνητική έλξη. Δείγμα μαγνητοπυρίτη.
* * *
ο
(ορυκτ.) ανθρακικό ορυκτό τού μαγνησίου που κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ταμίλ Ναντού — Ομόσπονδο κράτος της Ινδικής Ένωσης, στο ακραίο νοτιοανατολικό τμήμα του Ντεκάν. Βρέχεται από τον Ινδικό ωκεανό στα Α και στα ΝΑ και συνορεύει με τα ομόσπονδα κράτη Άντρα Πραντές στα Β, Καρνατάκα (πρώην Μυσόρη) στα ΒΔ και Κεράλα στα Δ. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • λευκόλιθος — Ονομασία κολλοειδούς παραλλαγής του ορυκτού μαγνησίτης (ανθρακικό μαγνήσιο). Είναι χρώματος λευκού ή κιτρινόλευκου. Προέρχεται από τη χημική αποσάθρωση περιδοτιτικών πετρωμάτων, κατά την οποία, εκτός από λ., σχηματίζεται και σερπεντίνης. Στην… …   Dictionary of Greek

  • μαγνήσιο — Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • υδρομαγνησίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο ανθρακικό ορυκτό τού μαγνησίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydromagnesite (< υδρ[ο] * + μαγνησίτης] …   Dictionary of Greek

  • Κοζάνης, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.562 τ. χλμ., 155.324 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Πιερίας, Ημαθίας και Πέλλης, στα Ν με τους νομούς Λαρίσης και Γρεβενών, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών και Καστοριάς και στα Β με… …   Dictionary of Greek

  • Μαντζουρία — (Manchuria / Dongbei). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (786.400 τ. χλμ., περ. 106.550.000 κάτ. το 2000) της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, της οποίας και αποτελεί το βορειοανατολικό τμήμα. Σήμερα, είναι επίσης γνωστή με την ονομασία Ντονγκμπέι,… …   Dictionary of Greek

  • Ουάσινγκτον — I (Washington). Πόλη (617000 κάτ. αλλά περισσότεροι από 3 700 000 στο πολεοδομικό συγκρότημα), πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών. Βρίσκεται στο Διαμέρισμα Κολούμπια, ένα μικρό ομοσπονδιακό έδαφος (174 τ. χλμ.), στη συμβολή του Ανακόστια με τον… …   Dictionary of Greek

  • πυρίμαχα πετρώματα — Οι πρώτες ύλες των πυρίμαχων βρίσκονται στα πετρώματα που αποτελούνται από οξείδια ανθεκτικά σε υψηλές θερμοκρασίες· τα πετρώματα αυτά είναι γενικά λίγα και συνίστανται από ένα ή δύο δύστηκτα οξείδια, όπως το οξείδιο του πυριτίου (SiO2), το… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”